- δορυφορώ
- (AM δορυφορῶ, -έω)είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακαςνεοελλ.ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιονμσν.1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζωαρχ.1. είμαι οπλισμένος με δόρυ2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου4. (για τους πλανήτες) διαγράφω τροχιά γύρω από τον ήλιο.
Dictionary of Greek. 2013.